- σπογγοειδής
- -ές, ΝΜΑ, και σφογγοειδής, -ές, Ααυτός που μοιάζει με σπόγγο στη σύσταση και στις ιδιότητεςνεοελλ.1. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα σπογγοειδήζωολ. οι σπόγγοι2. φρ. «σπογγοειδής μυκητίαση»ιατρ. λέμφωμα τού δέρματος που δεν έχει όμως καμία σχέση με τις μυκητιάσεις αλλά είναι αιματοδερματοπάθεια, κακοήθης πάθηση τού δέρματος και τών κυττάρων τής αιμοποιητικής σειράς, που εξελίσσεται σε τρεις φάσεις.επίρρ...σπογγοειδῶς Αμε τρόπο όμοιο με τού σπόγγου, απορροφητικά.[ΕΤΥΜΟΛ. < σπόγγος / σφόγγος + -ειδής*].
Dictionary of Greek. 2013.